- διαχειρίζομαι
- διαχειρίζομαι, διαχειρίστηκα βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:διαχειρίζομαι : μόνο ως μεταβατικό (διαχειρίζομαι κάτι).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαχειρίζομαι — (ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α) 1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω 2. επιτροπεύω, επιμελούμαι (μσν. ενεργ. αρχ. μέσ.) σκοτώνω … Dictionary of Greek
διαχειρίζομαι — διαχειρίστηκα, διευθύνω, χειρίζομαι θέματα ή χρήματα ξένου ενδιαφέροντος: Η εταιρεία διαχειρίστηκε με εξαιρετική σύνεση τα κεφάλαια των μετόχων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαχειρίζομαι — διαχειρίζω have in hand pres ind mp 1st sg διαχειρίζω have in hand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοικονομώ — έω, Α διευθύνω, διαχειρίζομαι, διοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰκονομῶ «διευθύνω, διαχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
συγχειρίζω — Α 1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον 2. παθ. συγχειρίζομαι (σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»] … Dictionary of Greek
συνοικονομώ — έω, Α 1. (για εκτελεστή διαθήκης, επίτροπο ή κηδεμόνα) διαχειρίζομαι από κοινού 2. χρησιμοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο σε χημική επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκονομῶ «διαχειρίζομαι, διευθετώ» (< οἰκονόμος) … Dictionary of Greek
ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… … Dictionary of Greek
κυβερνώ — και κυβερνάω κυβέρνησα, κυβερνήθηκα, κυβερνημένος 1. διευθύνω το πλοίο. 2. διοικώ κράτος, πολιτεία κ.ά. 3. διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία. 4. διαχειρίζομαι και κουμαντάρω το σπίτι μου: Αυτός κυβερνάει καλά το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαχείριστος — η, ο [διαχειρίζομαι] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε διαχείριση, που έμεινε χωρίς διαχείριση («περιουσία αδιαχείριστη») 2. που δεν υπόκειται σε διαχείριση ή δεν είναι δυνατόν να τόν διαχειριστεί κανείς … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek